- παχύνεις
- παχύ̱νεις , παχύνωfattenaor subj act 2nd sg (epic)παχύ̱νεις , παχύνωfattenpres ind act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταχώνιασμα — το, ατος 1. καταβρόχθιση: Θα παχύνεις με τέτοιο καταχώνιασμα φαγητού. 2. χώσιμο κάποιου πράγματος στη γη: Νομίζει πως θα σώσει τις λίρες με το καταχώνιασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)